δίψυχος

δίψυχος
1374 δίψυχος
{прил., 2}
двоедушный, имеющий двоящиеся мысли, колеблющийся, сомневающийся (Иак. 1:8; 4:8).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δίψυχος" в других словарях:

  • δίψυχος — δίψῡχος , δίψυχος double minded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψυχος — η, ο 1. διστακτικός 2. το ουδ. ως ουσ. το δίψυχο η διστακτικότητα …   Dictionary of Greek

  • δίψυχον — δίψῡχον , δίψυχος double minded masc/fem acc sg δίψῡχον , δίψυχος double minded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Angelos Terzakis — ( el. Άγγελος Τερζάκης) (1907 in Nafplion – 3 August, 1979 in Athens) was a Greek writer of the 30s generation . He composed short stories, novels and plays.LifeHe was born in Nafplion in 1907 and lived there until 1915 when he moved to Athens,… …   Wikipedia

  • ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα …   Dictionary of Greek

  • Τερζάκης, Άγγελος — (Ναύπλιο 1907 – 1979). Πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αφοσιώθηκε, όμως από νέος στα γράμματα. Διετέλεσε γενικός γραμματέας στο Εθνικό Θέατρο (1937), διευθυντής στο δραματολόγιο (1939 42), γενικός …   Dictionary of Greek

  • διψύχοις — διψύ̱χοις , δίψυχος double minded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψύχου — διψύ̱χου , δίψυχος double minded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψύχους — διψύ̱χους , δίψυχος double minded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψύχων — διψύ̱χων , δίψυχος double minded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίψυχε — δίψῡχε , δίψυχος double minded masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»